Σαμοθρακιώτης

Σαμοθρακιώτης
θηλ. Σαμοθρακιώτισσα, Ν
ο κάτοικος τής νήσου Σαμοθράκης ή αυτός που κατάγεται από την Σαμοθράκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σαμοθράκη + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. Βολ-ιώτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σαμοθρακίτης — ο, θηλ. Σαμοθρακίτισσα, Ν Σαμοθρακιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαμοθράκη + κατάλ. ίτης (πρβλ. Πολ ίτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”